- στοιχηγοροίην
- στοιχηγορέωtell in regular orderpres opt act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιχηγορώ — έω, Α διηγούμαι κατά κανονική τάξη και σειρά, στοιχηδόν («οὐδ ἄν εἰ δέκ ἤματα στοιχηγοροίην», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ ηγορῶ)] … Dictionary of Greek